ἀντιδρῶντα

ἀντιδρῶντα
ἀντιδράω
act against
pres part act neut nom/voc/acc pl
ἀντιδράω
act against
pres part act masc acc sg
ἀντιδράω
act against
pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric aeolic)
ἀντιδράω
act against
pres part act masc acc sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κινητική, χημική — Κλάδος της χημείας που μελετά την ταχύτητα των χημικών αντιδράσεων και τους παράγοντες που την επηρεάζουν. Για τη μελέτη των χημικών αντιδράσεων, με βάση την κινητική θεωρία, θεωρείται ότι όλες λαμβάνουν χώρα μόνο προς μία φορά (μη αντιστρεπτές) …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • κατάλυση — Φαινόμενο κατά το οποίο μικρή ποσότητα μιας ξένης ουσίας, η οποία καλείται καταλύτης, αυξάνει την ταχύτητα μιας χημικής αντίδρασης (θετική κ.) ή την ελαττώνει (αρνητική κ.). Οι καταλύτες δρουν σε ελάχιστες ποσότητες και δεν μετέχουν στην… …   Dictionary of Greek

  • σολβόλυση — η, Ν χημ. η διαλυτόλυση, χημική αντίδραση πραγματοποιούμενη σε διαλύματα, κατά την οποία ο διαλύτης είναι ένα από τα αντιδρώντα σώματα και βρίσκεται σε πολύ μεγάλη περίσσεια σε σχέση με την ελάχιστη απαιτούμενη ποσότητα για την πραγματοποίηση τής …   Dictionary of Greek

  • υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… …   Dictionary of Greek

  • υπόστρωμα — το / ὑπόστρωμα, ώματος, ΝΜΑ [ὑποστρώννυμι] 1. καθετί που στρώνεται από κάτω 2. υπόσαγμα («τὰ ὑποστρώματα τοῡ ἵππου ἐκφέρειν», Ξεν.) νεοελλ. 1. το υπέδαφος 2. ναυτ. κατάστρωμα σε όλο το μήκος τού πλοίου, το οποίο βρίσκεται ακριβώς κάτω από το… …   Dictionary of Greek

  • φωτοευαισθητοποίηση — η, Ν 1. ιατρ. σύνολο παθολογικών δερματικών εκδηλώσεων που οφείλονται στον σχηματισμό, υπό την επίδραση τού φωτός, στο δέρμα ουσιών στις οποίες αυτό παρουσιάζει ανοσολογική αντίδραση 2. χημ. διεργασία έναρξης μιας χημικής αντίδρασης με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”